- Χαρώνδα
- Χαρώνδᾱ , Χαρώνδηςmasc nom/voc/acc dual (doric)Χαρώνδᾱ , Χαρώνδηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χαρώνδας — Χαρώνδᾱς , Χαρώνδης masc acc pl (doric) Χαρώνδᾱς , Χαρώνδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρώνδαν — Χαρώνδᾱν , Χαρώνδης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλευκος — (7ος αι. π.Χ.). Νομοθέτης των Επιζεφυρίων Λοκρών της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με την παράδοση, συνδέεται με τον Πυθαγόρα, τον Λυκούργο και τον Χαρώνδα. Άλλοι θεωρούν ότι ήταν ο συγγραφέας της παλαιότερης γραπτής ελληνικής νομοθεσίας, η οποία… … Dictionary of Greek